σχοινιᾶς

σχοινιᾶς
σχοινιά
clump
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σχοινιάς — Ακατοίκητο νησί στο νομό Αιτωλίας και Ακαρνανίας, μπροστά στο Μεσολόγγι, στο δήμο του οποίου και υπάγεται (υψόμ. 5). Παλιότερα η περιφέρεια του λειτουργούσε ως ιχθυοτροφείο με μεγάλη ετήσια ιχθυοπαραγωγή …   Dictionary of Greek

  • παντάνασσα — Όνομα πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας,… …   Dictionary of Greek

  • σχοινιά — ἡ, Α [σχοῑνος] 1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά 2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”